εκμοχθώ

εκμοχθώ
ἐκμοχθῶ (-έω) (Α)
1. κατασκευάζω με μόχθο
2. κοπιάζω
3. αποκτώ με κόπο
4. αποφεύγω κάτι με κόπο
5. παθ. είμαι καταπονημένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”